ἀποκαμόπουλλον
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκαμόπουλλον
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποκαμόπουλλον τό, ἀποκαμόπον Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀποκάμιν.
Σημασιολογία
Μικρὸν τεμάχιον δαυλοῦ ὑπολειφθὲν ἐκ τῆς καύσεως.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA