ἀποκαμοῦσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκαμοῦσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποκαμοῦσα ἡ, Πελοπν. (Πυλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποκάμνω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –οῦσα.
Σημασιολογία
Γυνὴ μὴ τίκτουσα πλέον: Νὰ πάρῃς μιˬὰ ἀποκαμοῦσα νὰ μὴν κάνῃ παιδιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA