ἀποκαμπὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκαμπὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποκαμπὴ ἡ, Ρόδ. ἀποgαφὴ Κρήτ. (Σητ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἀρχ. οὐσ. καμπή.
Σημασιολογία
1) Ἡ καμπὴ τῆς ὁδοῦ, ἡ στροφὴ Κρήτ. (Σητ.): ’Σ τὴν ἀποgαφὴ τσῆ στράτας τὸν εἶδα μιˬᾶς στιμῆς καὶ δὲν τὸν ἐγνώρισα. 2) Ἡ εἰκών, ἡ παράστασις ἀνθρώπου ἢ ζῴου φεύγοντος καὶ παρακάμπτοντος Κρήτ. (Σητ.) Ρόδ. Δὲν ἐφάνη μήτε ἡ ἀποκαμπή του Ρόδ. ᾿Επῆρεν ἕναν κοψιˬόν, τὴν ἀποκαμπήν του εἴαμεν! (κοψιˬὸν=δρόμον) αὐτόθ. Τὴν ἀποgαφή dου εἶδα μόνο καὶ δὲν ἐbόρεσα νὰ τόνε γνωρίσω Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA