ἀποκαμωμάρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκαμωμάρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποκαμωμάρα ἡ, Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. -Μποὲμ Ζωγραφ. 75
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀποκάμωμα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άρα.
Σημασιολογία
Ἔλλειψις δυνάμεως πρὸς ἐνέργειαν, νάρκη, ἀποχαύνωσις: Μ’ ἔχει πιάσει μιὰ ἀποκαμωμάρα ποῦ δὲ λέγεται Μάν. Κἄτι σὰ στενοχώριˬα, σὰν ἀποκαμωμάρα, σὰν πένθος, σὰ θλῖψι πλάκωνε τὴν καρδιά μας Μποὲμ ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA