ἀποκαπνίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκαπνίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκαπνίζω ’Αθῆν. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἀποκαπνίζω.

Σημασιολογία

1) Καπνίζω τινὰ διὰ καιομένου φαρμάκου, ἀνθέων, ἐπιταφίου σαβάνου ἀποθανόντος κττ. πρὸς ἴασιν ἢ ἀποτροπὴν κακοῦ, οἷον βασκανίας κττ.: Φρ. Νά, δέβα ἀποκαπνίγ’! (νὰ πήγαινε ν᾿ ἀποκαπνισθῇς! Λέγεται ὅταν δίδωμέν τι πρὸς τὸν ἐξαναγκάζοντα ἡμᾶς πρὸς τοῦτο φορτικῶς) Κοτύωρ. Χαλδ. Πβ. ἀποθυμζω . 2) Καπνίζω τι μέχρι τέλους, ἐπὶ τοῦ σιγάρου ’Αθῆν.: ᾽Αποκάπνισα τὸ τσιγάρο μου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/