ἀποκαρώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκαρώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκαρώνω Ζάκ. Ἤπ. Θήρ. Θρᾴκ. Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ.) Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθηρ. Λευκ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ. Οἰν. Τριφυλ.) Προπ. (Κύζ.) κ.ἀ. -Φωτάκ. ᾿Απομνημ. 2,344 ἀπουκαρώνου Θεσσ. (Καρδίτσ. κ.ἀ.) Θράκ. (Αἶν. Μάδυτ.) Στερελλ. (Λοκρ.) ἀποκορώνω Ἤπ. Κέρκ. Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Βασαρ. Βούρβουρ. Βυτίν. Γορτυν. Καλάβρυτ. Καλάμ. Καρυὰ Κορινθ. Κλουτσινοχ. Λακων. Μεσσ. Τρίκκ. κ.ἀ.) ἀποκαρούου Τσακων. Μές. ἀποκορώνομαι Πελοπν. (Κορινθ.) Μετοχ. ἀποκαρωμένος πολλαχ. ἀποκορωμένος Πελοπν. (Μεσσ. Σιδηρόκαστρον Τριφυλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. ὑποκαρῶ ἢ ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. καρώνω, περὶ οὗ ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,144. Διὰ τὸν τύπ. ἀποκορώνω πβ. σαμάρι-σομάρι ἔνθ’ ἀν. 2,280.

Σημασιολογία

Α) Ἐνεργ. 1) Καθιστῶ τινα ἀδρανῆ, ναρκῶ, ζαλίζω Κεφαλλ. Κύθηρ. Πελοπν. (Βυτίν.): Τὸν ἀποκάρωσαν οἱ μυρωδιˬὲς Κύθηρ. Τὸ δυνατὸ κρασὶ ἀποκαρώνει ἀγν. τόπ. β) Ἐπὶ παντὸς εὐώδους, εὐωδιάζω σφόδρα (οἱονεὶ ἀποναρκῶ) Κεφαλλ.: Αὐτὸ τὸ ἄνθος ἀποκαρώνει. 2) Θαμβῶ τινα, καταπλήσσω, ἐκπλήσσω Πελοπν. (Τριφυλ.) 3) Καθιστῶ τινα οἱονεὶ μωρὸν ἢ τυφλόν, κάμνω τινὰ νὰ ἀπατηθῇ Ζάκ. Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Καρυὰ Κορινθ. Κλουτσινοχ. Λακων. Τρίκκ. κ.ἀ.) -Φωτάκ. ἔνθ’ ἀν.: «Ὁ ἁγιοπατέρας προσεύχεται εἷς τὸν Θεὸν νὰ ἀποκαρώσῃ τοὺς Τούρκους» Φωτάκ. ἔνθ’ ἀν. Σ’ ἀποκάρωσε μιˬὰ χαρά Ζάκ. Μ’ ἀποκάρωσ’ ὁ Θεὸς Καρυὰ Μ’ ἀποκόρωσ’ ὁ διˬάβολος Ἀρκαδ. Λακων. Τί μ’ ἀποκόρωσες τσαὶ δὲν πῆγα; (γιατί μὲ ἠπάτησες;) Κλουτσινοχ. Β) Ἀμτβ. Ι) Καταφέρομαι εἰς ὕπνον, κοιμίζομαι Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ.) κ.ἀ.: ’Απουκάρουσι ἀποὺ τοὺ κρύου Μάδυτ. Συνών. ἀγαθεύω 2, βυθίζομαι (ἰδ. βυθίζω), κορώνω. 2) ’Αποκάμνω, ἐκλύομαι Θήρ. β) Ἐπὶ τῆς πυρᾶς, καταπίπτω, μαραίνομαι Θήρ.: ᾿Αποκαρώνει ἡ φωτιˬά. 3) ᾿Αποθνήσκω Κρήτ. Τσακων. Συνών. ἀναπετῶ 5γ, ἀποκάμνω Α2, πεθαίνω. Γ) Μέσ. 1) Καθίσταμαι ἀδρανής, χαῦνος, ἀναισθητῶ, ἀποναρκοῦμαι ἕνεκα καμάτου, νόσου ἢ ἄλλης αἰτίας Ζάκ. Ἤπ. Θεσσ. (Καρδίτσ. κ.ἀ.) Λευκ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ. κ.ἀ) -ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,209 καὶ 214 ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,15 ΧΧρηστοβασ. Χρόν. σκλαβ. 81: ᾿Αποκορώθηκε, τίποτε δὲ μπορεῖ νὰ κάμῃ σήμερα Κορινθ. Ἡ ἄρρουστ’ ἄκουι, μὰ λίγου λίγου ἔπισι πάλι ᾿ς τοὺ στρῶμα ἀπουκαρουμέ’ Θεσσ. Οἱ βρουκουλάκοι τοὺ Σαββάτου εἶνι ἀπουκαρουμέ’ κὶ δὲν ἔχουν τακάτ’ Καρδίτσ. Πρὶν βγῇ ἡ χιλιˬοβασανισμένη ψυχή του γύρισε τ’ ἀποκαρωμένα μάτιˬα του καὶ τοῦ εἶπε ΧΧρηστοβασ. ἔνθ’ ἀν. || Ποιήμ. . . . Τ᾿ ἀνθρώπινα κοπάδιˬα ἀπ᾿ τὸ βαρὺ τὸν κάματο βουβά, ἀποκαρωμένα μέσ᾽ ’ς τὰ λουλούδιˬα τ᾽ ᾽Απριλιˬοῦ μαυρολογοῦν, πληγιˬάζουν ΑΒαλαωρ ἔνθ’ ἀν. 209 . . . Σκοτίδιˬασε τὸ φῶς του | κιˬ ἀποκαρώθηκε ὁ φτωχός. . . αὐτόθ. 214 ’Απόξω ἀπ᾿ τὰ ὀργώματα γυρνοῦνε οἱ ζευγολάτες ἡλιˬοκαμένοι, ξέκοποι, βουβοί, ἀποκαρωμένοι ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. 2) Καταλαμβάνομαι ὑπὸ καρώσεως, ἐλαφροῦ ὕπνου Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ.): Μοῦ ’κάστηκε σὰν ν᾿ ἀποκαρώθηκα λίγο, μὰ δὲ μπορῶ νὰ πῶ πῶς κοιμήθηκα (μοῦ ’κάστηκε=μοῦ φάνηκε) ’Αργυρᾶδ. 3) Θαμβοῦμαι, καταπλήσσομαι, μένω ἐνεὸς Πελοπν. (Οἰν. Τριφυλ.) Προπ. (Κύζ.) 4) Πάσχω νωθρότητα σκέψεως, δὲν ἐννοῶ, ἀπομωραίνομαι Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Γορτυν. Καλάβρυτ. Κορινθ. Λακων. Μεσσ.) κ.ἀ.: ᾽Αποκορώθηκα καὶ δὲν τοῦ 'πα τίποτα ’Αρκαδ. Γιˬὰ δὲς σὰν ἀποκορωμένη κάθεται Καλάβρυτ. Σὰν ν᾽ ἀποκορώθηκε, οὔτε νὰ μιλήσῃ δὲ μπόρε͜ιε, τά ᾽χασε ὁλότελα Κορινθ. ’Αποκορωμένος νά ᾽ναι! ’Αρκαδ. Γορτυν. Λακων. Μεσσ. κ.ἀ. Καὶ ἐπὶ πραγμάτων μετὰ ἐννοίας ἀποτροπιασμοῦ.: ᾿Αποκορωμένο νὰ εἶναι τὸ κακό! Λακων. Μεσσ. κ.ἀ. Μετοχ. οὐσ. 1) Τὸ οὐδ., προσηγορία τοῦ βλαπτικοῦ δαιμονίου σμερδακιˬοῦ ἢ χαμοδρακιˬοῦ (ἰδ. ΝΠολίτ. Παραδ. 2,1220). 2) Τὸ θηλ. ἀποκορωμένη, πᾶσα λοιμικὴ νόσος Πελοπν. (Καλάμ.) Συνών. ξωρκισμένη (ἰδ. ξορκίζω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/