ἀποκαταντῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκαταντῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκαταντῶ Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) ᾿Ιων (Σμύρν.) –ΙΒηλαρ. Ποιήμ 61 -Δεξ. Αἰν. ἀποκαταντίζω Λεξ. Βάιγ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. καταντῶ.

Σημασιολογία

1) Φθάνω εἰς τοιαύτην ἢ τοιαύτην κατάστασιν, καταντῶ Ἰων. (Σμύρν.) -ΙΒηλαρ ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Βάιγ. Αἰν. κ.ἀ.: ᾎσμ. Ἄν ἤξευρα τὸ τέλος μου ποῦ θ’ ἀποκαταντήσω Σμύρν. –Ποίημ. Καὶ σὲ χέριˬα σκλαβωμένο κυνηγοῦ ἀποκαταντάει ΙΒηλαρ. ἔνθ’ ἀν. 2) Κατασταλάζω Θρᾴκ. (Σηλυβρ.): Ἄφ’σε το νερὸ ν’ ἀποκαταντήσ’. Τὸ ἀφίνεις και ἀποκαταντεῖ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/