ἀποκατάρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκατάρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποκατάρι τὸ, Κέρκ. Κεφαλλ. Παξ. κ.ἀ. ἀπουκατάρι ᾽Ιόνιοι Νῆσ. ἀπ᾽κατάρ᾿ Ἤπ. (Χουλιαρ.) Στερελλ (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀποκάτω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άρι. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. καὶ ἀνωάρις, *ἀπανωάρις.
Σημασιολογία
1) Ἡ κάτω ὄψις πράγματος Κέρκ. Συνών. ἀποκαταριˬὰ 1. 2) Ἡ ἀκίνητος κάτω μυλόπετρα ἔνθ’ ἀν.: Ὁ δεῖνα εἶναι σὰν τ' ἀποκατάρι τοῦ μύλου (νωθρός, ἀκαμάτης) Κεφαλλ. || Παροιμ. Τ’ ἀπουκατάρι τρώει τ᾽ ἀπουπανάρι (ὅτι ὁ ἐργαζόμενος φθείρεται ὑπὸ τοῦ ἀργοῦντος) ᾿Ιόνιοι Νῆσ. ᾿Αντίθ. ἀποπανάρι. 3) Πληθ., τὰ πρὸς τὸ ἔδαφος τέσσαρα ξύλα τοῦ ἀργαλειοῦ κατ᾿ ἀντίθ. πρὸς τὰ ἀπανάριˬα. 4) Τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον Ἤπ. (Χουλιαρ.) β) Συνεκδ. ἡ γυνὴ Ἤπ. (Χουλιαρ.) Πβ. ΑΧατζῆν ἐν ᾿Αθηνᾷ 41 (1929) 256 κἑξ. 5) Εἶδος γυναικείου ἐνδύματος Ἤπ. (Χουλιαρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA