ἀποκατασταλάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκατασταλάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκατασταλάζω Κρήτ. Πελοπν (Μάν.) ἀποκατασταλάσσω Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κατασταλάζω.
Σημασιολογία
1) Κατασταλάζω, κατακαθίζω, καθίσταμαι διαυγής, ἐπὶ ὑγρῶν θολερῶν: ’Αποκαταστάλαξενε τὸ κρασὶ-τὸ λᾴδι-τὸ νερὸ κττ. Κρήτ. Τό ’χω τόση ὥρα νὰ κατασταλάξῃ, ἀλλ’ ἀκόμη δὲν ἀποκαταστάλαξε Μάν. 2) ᾿Αποκαθίσταμαι ἔν τινι τόπῳ: ᾿Αποκαταστάλαξα ’ς τὴ bόλι. β) Καταπαύω: ᾎσμ. Ἐκε͜ιὰ ποῦ σμίγουν οἱ καιροὶ κιˬ ἀποκατασταλάσσουν, ἐκεῖ πύργος ἐχτίστηκε, πύργος ἐθεμελιˬώθη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA