ἀποκατεβαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκατεβαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκατεβαίνω ἀμάρτ. ἀποκατηβαίνω Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ’ποκατεβαίνω Κύπρ. ’ποκατηαίνω Χάλκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἀποκαταβαίνω.
Σημασιολογία
1) Καταβαίνω, κατέρχομαι ὅλος, ἐντελῶς, ἐπὶ τοῦ σίτου εἰς τὸν μυλῶνα, ὅταν ὅλος ἐκχυθῇ ἀπὸ τὴν κοφινίδα Κύπρ.: ᾿Εποκατέβην τὸ ἄλεσμάν σου τιˬ ἄς ’πιμπάλῃ ἄλλος. 2) Συγκαταβαίνω, δέχομαι πρὸς ζημίαν μου, ἀρκοῦμαι, στέργω εἰς ὀλίγα Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χάλδ.): ’Σ ἀτό παλ’ ἐπεκατῆβα καὶ ᾽κ᾿ ἐδῶκε μ’ ἀ Κερασ. β) Συγκαταβαίνω ἠθικῶς, οἱονεὶ ταπεινοῦμαι, ἐκπίπτω Πόντ. (Χαλδ.): ’Σ ἐσέν πα ἐπεκατήβαμε κ᾿ ἐσύ πα ’ς σὸ κατζίν ἔμουν ᾽κ᾿ ἐτέρεσες (δὲν μᾶς ἐκοίταξες εἰς τὸ πρόσωπον). ’Επεκατήβαμε ἐπεκατήβαμε καὶ ξὰν ἀσ’ ἐσᾶς καλλίον εἶμες.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA