ἀποκατεβὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκατεβὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποκατεβὴ ἡ, ἀμάρτ. ’ποκατεβὴ Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποκατεβαίνω.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἐντελὴς κατάβασις τοῦ ἀλεθομένου καρποῦ εἰς τοὺς μύλους, ἡ κένωσις τῆς κοφινίδας. 2) Συνεκδ. ἀργία τοῦ μυλῶνος, εὐκαιρία πρὸς ἄλεσιν: Ἔχει ᾽ποκατεβὴν ὁ μύλος ν᾽ ἀλέσω κ’ ἐγώ;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA