ἀποκατενίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκατενίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκατενίζω Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κατενίζω.
Σημασιολογία
1) Πλύνω, ἐκπλύνω δι᾽ ἀφθόνου ὕδατος Πόντ. (Χαλδ.): ’Επεκατέντσα τὰ λώματα μ᾿ ’ς ὀρμί’ τὸ νερὸν (ὀρμί'=ρύακος). Ἕναν καμίσ’ πα ντό ἔτον καὶ ᾽κ᾿ ἐπόρεσες νὰ κατενίῃς ἀ; 2) Καθαρίζω τὴν κάνναβιν καὶ ἀποχωρίζω τὸ ἐκλεκτότερον μέρος Πόντ. (Κερασ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA