ἀποκατουρῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκατουρῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκατουρῶ Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) ἀποκατουράω Πελοπν. (Μάν.) Μές. ἀποκατουροῦμαι Πόντ. (Τραπ.) ἀποκατουρίσκομαι Πόντ. ἀποκατουρίσκουμαι Πόντ. ἀποκατουρέσκομαι Πόντ. (Οἰν.) ἀποκατουρέσκουμαι Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κατουρῶ.
Σημασιολογία
1) Τελειώνω τὴν οὔρησιν Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) 2) Ἐπείγομαι πρὸς οὔρησιν, δὲν δύναμαι νὰ κρατηθῶ Πόντ. (Οἰν. Κερασ. Τραπ.): ᾿Ανοίξτε μας, θὰ πάμε ὀικέσ’, ἐπεκατουρέθαμε (ἐκ παραμυθ.) Τραπ. Συνών. ξεκατουρε͜ιέμαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA