ἀποτυλίγω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτυλίγω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποτυλίγω, ἀποτυλίσ-σω Κύπρ. ἀποτυλίσσω Κρήτ. ἀποτυλίζω Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. κ.ἀ.) ἀποτυλίγω πολλαχ. ’ποτυλίσ-σω Κύπρ. ’ποτυλίω Κύπρ. Μέσ. ἀπουτ’λίσσουμ’ Σαμοθρ. ’πιτ’λίσσουμ’ Ἴμβρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. ἀποτυλίσσω.
Σημασιολογία
Α)᾿Ενεργ. 1)Ἐκτυλίσσω τι Κύπρ. Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. κ.ἀ.): ’Ποτύλιξεν τὸ νῆμαν-τὰ ροῦχα τοῦ μωροῦ Κύπρ. ’Ποτυλίει τὸ μετάξιν αὐτόθ. Ἀποτύλιξον τὸ στρῶμαν Κερασ. Ἐπετύλτσα τ’ ἀδράχτ’-τὸ κουβάρ’-τὸ ράμμαν κττ. Τραπ. ᾿Επετυλίε τὸ ζωνάρι μ’ Ὄφ. Ἐπετυλίεν τ’ ὀφίδ’ κ’ ἐσῆβεν ’ς σὴν πέτραν ἀφκὰ Τραπ. || Φρ. Ἐπετυλίεν ἡ γλῶσσα τ’ (ἐπὶ σιωπηλοῦ ὁ ὁποῖος ἤρχισε νὰ ὁμιλῇ) Ἴμερ. || ᾎσμ. Ὅταν τὸ ἐποτύλιξεν τ’ ἔβαλέν του βοτάνιν, οὕλοι παρηοροῦσαν τον πῶς θέλει νὰ τὸν γιˬάνῃ Κύπρ. Συνών. ἀποκουβαριˬάζω 1, ξεκουβαριˬάζω, ξετυλίγω. β)Ἀπαλλάττω τοῦ περιτυλίγματος, τοῦ περιβλήματος, τῶν ἐνδυμάτων κττ. Κύπρ.: Κάθε ’κοσ’τέσσερες ὧρες νὰ ’ποτυλίῃς τὸν γιˬαρᾶν σου, νὰ τοῦ βάλῃς γιˬατρικὸν ταὶ πάλε νὰ τὸν τυλίῃς. Τυλίω τὸ μωρόν μου ταὶ κάθε τρεῖς ὧρες ’ποτυλίω το ταὶ σπαστρεύκω το. ᾿Ετυλίκτηκα μέσα ’ς τὰ -οιν-νιˬὰ τ’ ’ὲν ἠμπόρουν νὰ ’ποτυλικτῶ. Ἤμουν τυλιμένος μέσα ’ς τὸ γιράμιν τ’ ἐπύρωσα τ’ ἐποτυλίκτηκα. 2)Τυλίσσω τι ἐντελῶς, τελειώνω τὸ τύλιγμά τινος πολλαχ.: Ἀποτύλιξε τὸ μωρὸ (ἐνν. μὲ τὰ σπάργανα). Ἀκόμη δὲν ἀποτύλιξε τὸ νῆμα. Β)Μέσ. 1)Ἀνοίγω τὰ συνεσταλμένα ἢ διπλωμένα ἄκρα τοῦ σώματος Κύπρ.: Ἔτσι σὰν ἤμουν διπλωμένος χαμαὶ ἐποτυλίκτηκα τ’ ἔπεσα ’ς τὰ βούρη (ἤρχισα νὰ τρέχω). β)Μεταφ. ἐξεγείρομαι ἀποτόμως συνήθως ἐκ τρόμου ἢ καταπλήξεως (ἐξεγείρομαι οἱονεὶ ἐκτυλισσόμενος πρότερον ὢν συνεσταλμένος) Κύπρ.: Εὐτὺς ποῦ τοῦ πῇς ’ποτυλίεται. ᾿Εποτυλίχτην ’ποὺ τὸν φόον του. Σὰν ἐκάθουμουν ἦρτεν νὰ μὲ δέρῃ, ’ποτυλίομαι ’πάνω, ἔκαμά τον τ’ ἐχάθην. || ᾎσμ. ’Ποῦ τὸ ’δροικᾷ ὁ Διενὴς εὐτὺς ἐποτυλίχτην, ἔλα νὰ πάμεν, Χάροντα, κάτω εἰς τὴν παλαίστραν. 2)Ἑτοιμάζομαι Ἴμβρ.: ’Πιτ’λίσσουμ’ γιˬὰ νὰ φύγου. β)Σπεύδω, κάνω γρήγορα Ἴμβρ.: ’Πιτ’λιχτῆτι νὰ φύγουμ’. 3)Σκοπεύω, ἔχω κατὰ νοῦν Σαμοθρ.: Ἔ bέ, λίγα ἀπουτ’λίσσισι! (πολλὰ βάζεις μὲ τὸ νοῦ σου).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA