ἀποκαυκαλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκαυκαλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκαυκαλίζω Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ.) ἀποκαυκουλίζω Πόντ. (Σάντ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. καύκαλο.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) ᾿Αφαιρῶ τὸ καύκαλο, περιαιρῶ τὸ περικάρπιον, ἰδίᾳ ἐπὶ τῶν καρύων καὶ λεπτοκαρύων ἔνθ’ ἀν.: ᾿Επεκαυκάλτσα καρύδ κ᾽ ἐμαύρυναν τὰ έρ μ᾽ Τραπ. 2) Καθόλου, περιαιρῶ τὸν φλοιόν, ξεφλουδίζω, οἷον τὸν ἄρτον, τὸ δέρμα ἔνθ’ ἀν.: Τὸ ψωμὶν ἐπεκαυκαλίστεν Πόντ. Πβ. ἀποκαρακατζώνω. 3) ᾿Αφαιρῶ τὴν περὶ τὸ ὀστοῦν σάρκα Πόντ. (Σάντ.) Β) Μές. μεταφ. 1) ᾽Απορρακοῦνται τὰ ἐνδύματά μου, ἀπογυμνοῦμαι Πόντ. (Κερασ.) 2) Ἐπὶ ρυπωθέντος, ἀποκαθαίρομαι Πόντ. (Κερασ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/