ἀποτυρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτυρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποτυρώνω Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. τυρί. Πβ. καὶ μεταγν. ἀποτυροῦμαι=μεταβάλλομαι εἰς τυρόν.
Σημασιολογία
Παύω τὴν τυροκόμησιν: Ἐποτύρωσες ἢ ἀκόμα;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA