ἀποτύρωσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτύρωσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποτύρωσι ἡ, Κύθηρ. Κύπρ. Πάρ. ’ποτύρωσι Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀποτύρωσις.
Σημασιολογία
1)Ἡ Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς Κύθηρ. Κύπρ: Πότ’ ἔχουμεν ’ποτύρωσιν; 2)Ἡ Τυρινὴ ἑβδομὰς Κύπρ. Πάρ.: Καλὴ ἀποτύρωσι! (εὐχὴ) Πάρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA