ἀποτυφλώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτυφλώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποτυφλώνω πολλαχ. ’ποτυφλώνω Σαλαμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀποτυφλῶ.
Σημασιολογία
1)Κάμνω τινὰ ἐντελῶς τυφλὸν Πελοπν. (Μάν.) Σαλαμ. Χίος κ.ἀ.-ΙΠολέμ. Σπασμέν. μάρμαρ. 144: Ποίημ. Κάθε ἄλλο νοῦ θενά ’χε ἀποτυφλώσει μιˬᾶς τέτοι͜ας δόξας λάμψι, λάμψι τόση ΙΠολέμ. ἔνθ’ ἀν. β)Μεταφ. μωραίνω τινὰ πολλαχ.: Τὸν ἀποτύφλωσε ὁ Θεὸς κ’ ἐπῆγε κ’ ἔκαμε τέτοι͜α δουλει͜ά. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Ἀρριαν. Ἐπικτ. Διατρ. 2,20,37 «τοὺς ἐπὶ τοσοῦτον ἀποκεκωφωμένους καὶ ἀποτετυφλωμένους τῶν περὶ αὐτοὺς κακῶν». 2)Ἀφαιρῶ τοὺς ὀφθαλμοὺς φυτοῦ Σαλαμ.: Μοῦ ’κοψε τ’ ἀμπέλι καὶ μοῦ τὸ ’ποτύφλωσε. Διὰ τὴν σημ. πβ. Θεοφρ. Ἱστορ. φυτ. 1,8,4 «εἰσὶ δὲ τῶν ὄζων οἱ μὲν τυφλοί, οἱ δὲ γόνιμοι, λέγω δὲ τυφλοὺς ἀφ’ ὧν μηδεὶς βλαστός».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA