ἀποκάψιμο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκάψιμο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποκάψιμο τό, Πόντ. (Κοτύωρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποκαίω.
Σημασιολογία
Ἡ ἕνεκα δυσπεψίας προκαλουμένη ἐνόχλησις κατὰ τὸν φάρυγγα: Τὸ πιὶ ἀποκάψιμο δὶ ᾿με (ἡ τηγανίτα μοῦ προξενεῖ ἀποκάψιμο). Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπόκαμα 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA