ἀποχασκίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχασκίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποχασκίζω ἀμάρτ. ἀπουχασκίζου Σάμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. χασκίζω, δι’ ὃ ἰδ. χάσκω.
Σημασιολογία
Μένω μὲ τὸ στόμα ἀνοικτόν, ἐκπλήσσομαι: Ἀπουχάσ’σι! Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποχαϊλώνομαι 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA