ἀποχατριτσώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχατριτσώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποχατριτσώνω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Νικόπ. Τραπ. Χαλδ.) ἀποχατσιτρώνω Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. χατριτσώνω.
Σημασιολογία
Α)Μετβ. 1)Παραθέτω τράπεζαν καὶ ἰδίως παρὰ προσδοκίαν τῶν μελλόντων νὰ παρακαθίσουν εἰς αὐτὴν ἔνθ’ ἀν. β)Προξενῶ ἔκπληξιν Πόντ. (Κερασ.) 2)Ἀνοίγω τὰ σκέλη μου διὰ νὰ ἀποπατήσω Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) 3)Κάθημαι ἀσχημόνως καὶ ἀπρεπῶς διανοίγων τὰ σκέλη Πόντ. (Κοτύωρ. κ.ἀ.): Ἐπεχατρίτσωσες κ’ ἐκάτσες (διανοίξας τὰ σκέλη σου ἐκάθισες ἀσχημόνως, ἀπρεπῶς) Κοτύωρ. Β)Ἀμτβ. 1)᾿Εκπλήττομαι, μένω ἐνεὸς Πόντ. (Κερασ.) β)Παραλύω ἐκ φόβου ἢ ἀδυναμίας Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) 2)Ἀποθνήσκω αἰφνιδίως Πόντ. (Κερασ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA