ἀποτυχαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτυχαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποτυχαίνω σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀποτυγχάνω.
Σημασιολογία
Δὲν κατορθώνω τι, ἀποτυγχάνω εἰς τὸν σκοπόν μου: Ἀπότυχε ὁ δεῖνα ’ς τὴ δουλει͜ὰ ποῦ καταπιˬάστηκε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA