ἀποχέζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποχέζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποχέζω ἐνιαχ. ἀποέζω Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Μέσ. ἀποέσκομαι Πόντ. (Κοτύωρ. Οἰν.) ἀποέσκουμαι Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. χέζω.

Σημασιολογία

1)Χέζω πολὺ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)-Λεξ. Γαζ. (λ. ἐκτιλάω). 2)Συμπληρώνω, περαίνω τὸ ἀποπάτημα ἐνιαχ. 3)Μέσ. πιεζόμενος ὑπὸ μεγάλης ἀνάγκης πρὸς τὸ ἀποπατῆσαι μόλις συγκρατοῦμαι Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Τὸ παιδὶν ἐπεέστεν καὶ κλαίει, τρέξον λύσον τὸ βρακίν ἀχθες (αὐτοῦ) Χαλδ. Συνών. ξεχέζομαι, χέζομαι (ἰδ. χέζω). Μετοχ. ἀποεσμένος=καταφρονημένος Πόντ. (Κερασ.): Παροιμ. Ἔρθεν ’ς σ’ ἀποεσμένα τὰ λάχανα (ἐπὶ τοῦ ἐπανελθόντος εἰς ἐκεῖνα ποῦ πρότερον κατεφρόνει).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/