ἀπουλησιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπουλησιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπουλησιˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ἀναπουλησὰ Ἰόνιοι Νῆσ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀπούλητος. Διὰ τὸν σχηματισμὸν καὶ τὸν τύπ. ἀναπουλησὰ ἰδ. ἀ- στερητ. 1β καὶ δ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Τὸ νὰ μὴ γίνεται πώλησις, στασιμότης εἰς τὸ ἐμπόριον: Ἡ ἀναπουλησὰ φέρνει τὴν ἀκρίβει͜α. Συνών. ἀναπουλιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA