ἀποχειλώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχειλώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποχειλώνω Λεξ. Δημητρ. ’ποειλών-νω Κύπρ.-ΚΡωσσίδ. Τίποτε ἀπ’ ὅλ. 125.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. χειλώνω.
Σημασιολογία
Σχηματίζω χείλη, χάνω τὸ κανονικόν μου σχῆμα, ἐπὶ ἐνδυμάτων Κύπρ.-Λεξ. Δημητρ.: Τὸ καλορραμμένο ροῦχο δὲν ἀποχειλώνει Λεξ. Δημητρ. Μὲν τραυᾷς τὸ ράψιμόν σου, γιˬατὶ ’ποειλών-νει. ’Πὸ τούτην τὴν μερκὰν τὸ ροῦχον ἔν’ ’ποειλωμένον Κύπρ. Συνών. ξεχειλώνω. Μετοχ. ’ποειλωμένος=ὁ μειδιῶν καὶ διαστέλλων τὰ χείλη του ΚΡωσσίδ. ἔνθ’ ἀν.: ᾿Εφώναξεν ’ποειλωμένος ’ποὺ τὴν χαράν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA