ἀποχείμωνο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχείμωνο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποχείμωνο τό, Πάρ. Χίος-Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. χειμῶνας.
Σημασιολογία
Τὸ τέλος τοῦ χειμῶνος ἔνθ’ ἀν.: Παροιμ. φρ. Ἡ γρα͜ιὰ εἰς τ’ ἀποχείμωνα ἐρέχτηκεν ἀγγούρι (ἐπὶ τῶν ἐσχατογήρων ἐπιθυμούντων νὰ νυμφευθοῦν ἢ ἐπὶ τοῦ ζητοῦντός τι ἀκαίρως) Χίος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA