ἀπούρευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπούρευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπούρευτος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ. Ὄφ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *πουρευτὸς<πουρεύω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ εὐνουχισθεὶς ἔνθ’ ἀν.: Ἀπούρευτο ἔν’ τ’ ἄλογο Ὄφ. Συνών. ἀζούλιστος 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA