ἀποΰστερα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποΰστερα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀποΰστερα ἐπίρρ. Πελοπν. (Μάν.) ἀπούστιρα Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀπύστερα Πελοπν. Πόντ. (Σάντ. Τραπ.) ἀπυστέρ’ Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.) ἐπυστέρ’ Πόντ. (Ὄφ.) ἀπύσταρον Πόντ. (Σαράχ.) ἀποταΰστερα Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιρρ. ὕστερα. Τὸ ἐπυστέρ’ ἐκ παρετυμ. πρὸς τὴν πρόθ. ἐπί.

Σημασιολογία

1)Ἔπειτα, κατόπιν ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Ὕστιρα κιˬ ἀπούστιρα (πολὺ ἀργὰ) Αἶν. || ᾎσμ. Μὴ μὲ μαλώνῃς, βρὲ πουλλὶ καὶ βρὲ καλὸ πουλλάκι, ἐγὼ τρεῖς μῆνες εἶμ’ ἐδῶ κιˬ ἀπύστερα θὰ φύγω Πελοπν., Συνών. ἀποϋστερινὰ (ἰδ. *ἀποϋστερινὸς 2), *ἀποϋστερ’ναίας, κατόπι, ὕστερα. 2)Πρὸ ὀλίγου Πελοπν. (Μάν.): Ἤρθακα ἀποΰστερα καὶ περίμενα. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποτώρᾳ 3. β)Πρὸ ἀρκετοῦ χρόνου Πελοπν. (Μάν.): Ἔχει βγῆ ἔξου ἀποταΰστερα. 3)Ἀπὸ ἀρκετοῦ χρόνου Πελοπν. (Μάν): Ἀποΰστερα τὸνε περιμένω κιˬ ἀκόμα νά ’ρθῃ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/