ἀποκερετζζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκερετζζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκερετζζω Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. κερέτζιν.
Σημασιολογία
'Αφαιρῶ τὸ κερέτζιν, ἤτοι τὴν ἐσχάραν τοῦ ἄρτου κττ.: ᾽Επεκερετζίασεν ὅλον τὸ ψωμίν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποκαρακατζώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA