ἀπόχη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόχη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπόχη ἡ, κοιν. ἀπόη Κύπρ. ἀπό’ Σάμ. Σκόπ. Τῆν. ἀπόχα Τσακων. ’πόχη Θήρ. Κρήτ. Σίφν. Στερελλ. (Μεσολόγγ. κ.ἀ.)-Λεξ. Περίδ. Βυζ. Ἠπίτ. Βλαστ. ’πόη Κύπρ. ’πό’ Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ.) Μακεδ. (Χαλκιδ.) ’πόχα Ἤπ. (Ζαγόρ. Ἰωάνν. κ.ἀ.) Ζάκ. Μακεδ. (Καταφύγ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λεντεκ. Πυλ. Τριφυλ.) Τσακων. κ.ἀ. ’μπόχα Ζάκ. Ἰθάκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. ὑπόχη, ὃ παρὰ τὸ μεταγν. ὑποχή. Ἰδ. Γεωπον. 20,25,2 (ἔκδ. Beckh) «τοσοῦτον ἂν οἴσεις ὄψος, ὡς μήτε ὑπόχῃ μήτε ἀμφιβλήστρῳ ἄλλων ἐργαζομένων ἡττᾶσθαί σε». Καὶ ὁ τύπ. ’πόχη μεσν. Ἰδ. Ἀκολουθ. Σπανοῦ (ἔκδ. ÉLegrand Biblioth. 2,44) «μία ’πόχη νερόν». Ὁ τύπ. ’μπόχα κατ’ ἀνάπτυξιν ἐρρίνου.

Σημασιολογία

1)Εἶδος ἁλιευτικοῦ δικτύου συγκειμένου συνήθως ἐκ θυλάκου δικτυωτοῦ κωνοειδοῦς συνήθως σχήματος καὶ φέροντος στεφάνην μεταλλίνην ἢ ξυλίνην προσηρμοσμένην ἐπὶ κοντοῦ, χρησιμοποιουμένου δὲ πρὸς σύλληψιν μικρῶν ἢ καὶ μεγαλυτέρων ἐνίοτε ἰχθύων καὶ ἄλλων θαλασσίων ζῴων κοιν.: Φρ. Ἐπιˬάστη ’ς τὴν ’πόχα ἢ ἐμπῆκε ’ς τὴν ’πόχα (συνελήφθη εἰς τὴν παγίδα. Συνών. φρ. πιˬάστηκε ’ς τὴ φάκα) Ἤπ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ. || Ποίημ. Λῦσε, Μέλπω, τὰ μαλλιˬά σου | ν’ ἁπλωθοῦνε σὰν ἀπόχη, νὰ πιˬαστῆ ’ς τὴν ἀγκαλεˬά σου | τὴν καρδιˬά σου ’κεῖνος πὄχει Λαύρας ἐν Ἀνθολ. ΗἈποστολίδ. 201. Συνών. ἀπόχι 2. β)Θήρατρον ὀρτύγων ὁμοίου σχεδὸν σχήματος πρὸς τὸ ἁλιευτικὸν ἐν σημ. 1 Κύθηρ. Πελοπν. (Μάν. κ.ἀ.) Τσακων.: Μὲ τὰν ’πόχα μι ἐκιˬάκα σὲ νία οὕρα ἑφτὰ ὀρτύτζιˬα Τσακων. Συνών. ἀπόχι 2β. γ)Ὄργανον χρησιμεῦον πρὸς σύλληψιν ἀκρίδων ὅταν αὗται κατὰ σμήνη ἐπιπίπτουν κατὰ τῶν ἀγρῶν Κύπρ. δ)Σάκκος δικτυωτὸς τὸν ὁποῖον φέρουν μεθ’ ἑαυτῶν κρεμάμενον ἀπὸ τοῦ λαιμοῦ οἱ δύται πρὸς ἐναπόθεσιν τῶν σπόγγων καὶ ἄλλων ἐκ τῆς θαλάσσης ἀποσπωμένων ὀστράκων κττ. Σύμ. Συνών. ἀπόχι 2γ. 2)Προσωπεῖον ἐκ πλεκτοῦ σύρματος πρὸς ἀποφυγὴν τῶν κεντημάτων τῶν μελισσῶν Τσακων. 3)Ὄργανον ξύλινον κοῖλον καὶ διάτρητον διὰ τοῦ ὁποίου ἐξάγονται ἐκ τοῦ ἐν τῷ λέβητι γάλακτος ἢ τοῦ τυρογάλου ἔντομα ἢ ἀκαθαρσίαι Πελοπν. (Τριφυλ.) β)Κουτάλα σιδηρᾶ διάτρητος Πελοπν. (Πυλ.) 4)Ἱμὰς συνδέων τὸ πέλμα τῶν τσαρουχιˬῶν μετὰ τοῦ ποδὸς (σχηματιζομένου οὕτω σχήματος ἀπόχης) Ἤπ. Συνών. τσαρουχόσκοινο. β)Τὸ ἄνω κυρτὸν μέρος τῶν τσαρουχιˬῶν Ἤπ. (Ζαγόρ.) γ)Τσαρούχι Ἤπ. (Σχωρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Φόραγα κἄτ’ ἀπόχις κὶ μὶ τσίμπισι τοὺ φίδι Αἰτωλ. 5)Εἶδος κοσμήματος Ἤπ. (Ἰωάνν.)-(Παρνασσ. 17, 165): Τὰ σκουλαρίκιˬα . . . καὶ τὲς λεγόμενες ’πόχες ἀπὸ μαργαριτάρι (Παρνασσ. ἔνθ’ ἀν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/