ἀποκέρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκέρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποκέρι τό, κοιν. ἀποκέρ’ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀπουκέρ’ βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. κερί.
Σημασιολογία
Τὸ ὑπόλειμμα τοῦ ἤδη ἀναφθέντος κηρίου, τὸ ἀναφθὲν καὶ ἔπειτα ἀποσβεσθέν. Συνών. ἀπόκερο 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA