ἀποκεφαλιστὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκεφαλιστὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀποκεφαλιστὴς ὁ, Δαρδαν. Θρᾴκ. κ.ἀ. ἀποτσεφαλιστὴς Νάξ. (Δαμαρ.) ἀπουκιφα’στὴς Στερελλ. (Αἰτωλ.) ’ποκεφαλιστὴς Ρόδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς μετοχ. ἀποκεφαλισθεὶς κατ᾽ ἀναλογ. πρὸς τὸ βαπτιστής.

Σημασιολογία

Προσηγορία Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου ἐπὶ τῇ ἀποτομῇ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ἔνθ’ ἀν: Ἅι-Γιˬά’ς οὑ ἀπουκιφα’στὴς Αἰτωλ. Τ᾽ ἅι-Γιˬά’ τ᾽ ἀποκεφαλιστῆ Θρᾴκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/