ἀπόφαδο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόφαδο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόφαδο τό, ἀbόφαδο Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἀbόφαδος ὁ, Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. φάδι.

Σημασιολογία

1)Τὰ περισσεύματα ἀπὸ τὰ ὑφάδια τὰ ὁποῖα μένουν εἰς τὸ ἀντίον. 2)Ὑπόλειμμα μαλλίου εἰς τὸ λανάρι τὸ ὁποῖον χρησιμοποιεῖται εἰς παρασκευὴν χονδροῦ νήματος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/