ἀποφάει

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποφάει

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποφάει τό, ἀποφάγειν Πόντ. (Κερασ.) ἀποφάγει πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ἀμισ.) ἀποφάει κοιν. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀπουφάει βόρ. ἰδιώμ. ’ποφάγει Προπ. (Ἀρτάκ.) ’ποφάειν Κύπρ. ’ποφάει Ρόδ. ’πουφάει Εὔβ. (Στρόπον.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. φαεῖ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

1)Ὑπόλειμμα φαγητοῦ κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ.Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Δὲν τρώγω τ’ ἀποφάει ἀλλουνοῦ. Κάθισαν ’ς τὸ τραπέζι νὰ φάνε τ’ ἀποφάγει͜α. Ἀποφάγει͜α κιˬ ἀπόματα τοῦ δώσανε κοιν. Τ’ ἀποφάει τῆ κάττας-τοῦ πεντικοῦ Τραπ. ᾿Èν θέλω τὸ φαεῖν σου, γιˬατὶ ἔν’ ’ποφάειν Κύπρ. Συνών. *ἀπογουλάρι, ἀπομεινάρι, ἀποταβλούκιν, *ἀποφαΐδι, ἀποφαγούδι, ἀποφαγούρι. 2)Τὸ τέλος τοῦ φαγητοῦ Χίος: ᾎσμ. Ἂν εἶν’ ὁ μαῦρος δυνατός, πλακώνεις ’ς τὴ θανή της κιˬ ἂν εἶν’ ὁ μαῦρος ἀχαμνός, πλακώνεις ’ς τ’ ἀποφάγε͜ια. Συνών. *ἀποφαϊσιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/