ἀποφαίνομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποφαίνομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποφαίνομαι σύνηθ. ἀποφαίνουμαι Πελοπν. (Βούρβουρ. Μάν.) ἀπουφαίνουμι σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. ’ποφαίνομαι Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Ὄρ.) Κύπρ. Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ. ’ποφαίνουμ’ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Μετοχ. ’ποφανούμενος Ρόδ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀποφαίνομαι.
Σημασιολογία
1)Γίνομαι φανερός, φανερώνομαι, ἀποδεικνύομαι Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.Ὄρ.) Ἤπ. Θήρ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Κύπρ. Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πάρ. Ρόδ. Σκόπ. Στερελλ. (Καλοσκοπ.) Σύμ. Σῦρ. Χίος κ.ἀ.: Ὅλα τὰ καταχώνιˬασαν καὶ δὲν ἀποφάνηκαν διˬόλου Θήρ. Νὰ μὴν ἀποφανῇς πῶς τὸ ξέρεις Μῆλ. Δὲ θέλω ν’ ἀποφανῶ Χίος Βάζει τοὶς ἄλλοι κιˬ αὐτὸς δὲν ἀποφαίνεται Σῦρ. Μὴν ἀποφανῇς πῶς σοῦ τὄχω λεϊμένο (εἰπωμένο) Ἀπύρανθ. Αὐτὸς κά’ τ’ δ’λει͜ά τ’ χουρὶς ν’ ἀπουφαίνιτι Ἤπ. Αὐτουδὰς πουτὲ δὲν ἀπουφαίνιτι μὶ πο͜ιὸ κόμμα εἶνι Σκόπ. Θυμώνει, μὰ δὲν ’ποφαίνεται Κονίστρ. β)Κατὰ γ΄ πρόσωπ., γίνεται αἰσθητόν, κάμνει ἐντύπωσιν σύνηθ.: Δὲ μοῦ ἀποφάνηκε ἡ ἀρρώστιˬα -ὁ δρόμος-τὸ ἔξοδο κττ. σύνηθ. Ξοδεύου, μὰ δὲ μοῦ ’ποφαίνεται Ὄρ. Δὲ σ’ ἀποφαίνεται ὅσα σταφύλιˬα καὶ νὰ φᾶς, ἔχει τ’ ἀμπέλι Βούρβουρ. Σὰν πάρῃς λίγο σιτάρι δὲ θ’ ἀποφανῇ Σῦρ. Ὅσο νὰ ’ρθῃς ἀπὸ τὰ ξένα δὲ θὰ μᾶς ἀποφανῇ ὁ καιρὸς Ἀθῆν. Δὲ μ’ ἀπουφά’κιν πῶς πέρασα Μακεδ. Δὲν ἀπουφαίνεται (ἐπὶ ἐλαττώματος) αὐτόθ. || Φρ. Δὲ μοῦ ἀποφαίνεται (δὲ μὲ νο͜ιάζει) Μάν. γ)Τριτοπροσώπως, γίνεται μεταβολὴ σκέψεως, γνώμης πολλαχ.: Ἔφυγε καὶ πάλι τοῦ ἀποφάνηκε πολλαχ. || Φρ. Δὲ μ’ ἀποφαίνεται μὲ σένα (σὲ ἀναγνωρίζω ὡς ὑπαίτιον τῶν γενομένων) Ἄνδρ. 2)Κάμνω ἐπίδειξιν, ἐπιδεικνύομαι Θήρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πάρ. Σκόπ. κ.ἀ.: Κάμε ν’ ἀποφανῇς κ’ ἐσὺ σὰν ἄνθρωπος Θήρ. Ἕνα φουστανάκι θὰ ράψω νὰ τὸ βάλω ν’ ἀποφανῶ δὰ καὶ ’ὼ ’ς τὸ ’άμο Ἀπύρανθ. Βάνι σήμιρα τὰ ροῦχα σ’ τὰ καλὰ ν’ ἀπουφανῇς κὶ σὺ Σκόπ. Μετοχ. ’ποφανούμενος=ὁ ἔχων εὐπρόσωπον παράστασιν, ὡραῖον ἐξωτερικὸν Ρόδ.: ’Ποφανούμενον παλληκάρι. Παρὰ Γερμ. ἀποφανούμενος=μεγαλοπρεπής. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ξενοφ. Κύρ. παιδ. 8,8,13 «τὸ μέντοι τὰ ἱππικὰ μανθάνειν καὶ μελετᾶν ἀπέσβηκε διὰ τὸ μὴ εἶναι ὅπου ἂν ἀποφαινόμενοι εὐδοκιμοῖεν». Συνών. ἀποφανεύομαι, ἀποφανίζομαι (ἰδ. ἀποφανίζω 2). 3)Φαίνομαι, παρουσιάζομαι Μακεδ. Σῦρ. Χίος: Ν’ ἀποφανῇς νὰ σὲ δούμενε Χίος Νὰ ἀποφαίνεσαι πότε πότε Σῦρ. Δὲν ξέρου πῶς μ’ ἀπουφά’κι αὐτὸ τοὺ σπυρὶ Μακεδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA