ἀποχαλῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποχαλῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποχαλῶ κοιν. ἀποχαλάνω Πόντ. (Σάντ.) ἀπιχαλάνω Καππ. ’ποχαλῶ Κίμωλ. κ.ἀ. ἀποχαλνῶ ἐνιαχ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀποχαλῶ.

Σημασιολογία

1)Χαλῶ τελείως, καταστρέψω, φθείρω κοιν.: Πῆγε νὰ διˬορθώσῃ τὸ ρολόι καὶ τ’ ἀποχάλασε. Τ’ ἀποχάλασες τὸ σπίτι κοιν. || ᾎσμ. Τραύιξε βορεˬὰς ἀέρας καὶ τὰ σκόρπισε κ’ ἡ φουρτούνα τοῦ πελάου τ’ ἀποχάλασε Ἤπ. Καὶ ἀμτβ. καταστρέφομαι, φθείρομαι ἐξ ὁλοκλήρου κοιν. καὶ Καππ.: Γιˬὰ νὰ μὴν ἀποχαλάσουνε τὰ σταφύλιˬα τὰ τρυγοῦνε τώρᾳ. Ἀποχάλασε τὸ ρημαδιˬακὸ κοιν. || ᾎσμ. Ὁλημεριˬᾶς ἐχτίνισκαν, τὴ νύχτ’ ἀπιχαλάνει (τὸ κτιζόμενον γεφύρι) Καππ. 2)Μεταφ. ἐκπίπτω ἠθικῶς σύνηθ.: Ἀποχάλασε αὐτὸ τὸ παιδί. Συνών. ἀποχαρβαλώνω 3. 3)Μέσ. καταβάλλομαι, ἀποκάμνω Θήρ. κ.ἀ.: Σὰν ἀποχαλασμένη εἶναι ἀπὸ τὴν κακοπάθε͜ια Θήρ. Συνών. χαλῶ. 4)Κλαίω ἀπὸ καρδίας, ἰδίᾳ ἐπὶ παιδίου Πόντ. (Σάντ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/