ἀποχάμω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποχάμω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀποχάμω ἐπίρρ. κοιν. ἀποχάμου πολλαχ. ἀπουχάμου βόρ. ἰδιώμ. ἀποχάμαι ἐνιαχ. ἀποχάμαις Δ.Κρήτ. ’πόχαμαι Κύπρ. ἀπόχαμα Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιρρ. χάμω.

Σημασιολογία

1)Ἐκ τοῦ ἐδάφους κοιν.: Σήκωσε τὸ βιβλίο ἀποχάμω. Τὸ πῆρα ἀποχάμω. 2)'Εντελῶς χαμαί, κατάχαμα Λεξ. Δημητρ. 3)Μέχρι γῆς Κύπρ: Ἐχαλάσαν τοὺς τοίχους οἱ αἶγες τ’ ἔμεινεν τ’ ἀμπέλιν σου ’πόχαμαι (μέχρι γῆς ἐνν. ἀπεριτείχιστον).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/