ἀποκλάδεμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκλάδεμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποκλάδεμα τό, σύνηθ. ἀποχλάεμα Κάρπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποκλαδεύω.
Σημασιολογία
1) Τὸ πέρας τοῦ κλαδεύματος, τὸ νὰ τελειώνῃ τις τὸ κλάδευμα σύνηθ. 2) Τὸ ἀποκοπτόμενον κλῆμα Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA