ἀποκλάδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκλάδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποκλάδι τό, Ἤπ. Κρήτ. Κύπρ. Λευκ. Πελοπν. (Καλάβρυτ) Σκίαθ. Χίος ἀπουκλάδ’ Θρᾴκ. (Αἶν.) κ.ἀ. –ΑΜωραϊτιδ. Διηγ. 3,2 ἀπόκλαδο Ἤπ. ᾽πόκλαδο Ἤπ. (Δρόβιαν.) ᾽πόκλαρου Εὔβ. (Στρόπον. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. κλαδί, παρ’ ὃ καὶ κλαρί.
Σημασιολογία
1) Τὸ ξυλῶδες μέρος τοῦ κλαδίου τὸ ὑπολειπόμενον μετὰ τὴν βρῶσιν τοῦ θαλλοῦ Εὔβ. (Στρόπον. κ.ἀ.) Ἤπ. (Δρόβιαν.) ᾽Εκουβά’σα τ᾿ ἀπόκλαρα ’ς τοὺ σπίτ’ γιˬὰ τοὺ φοῦρνου Στρόπον. β) Ὁ ἀποκοπτόμενος βλαστὸς τῆς ἀμπέλου Θρᾴκ. (Αἶν.) Λευκ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Σκίαθ. -ΑΜωραϊτίδ ἔνθ’ ἀν.: Κρεμοῦμε τὰ σταφύλιˬα μὲ τ᾿ ἀποκλάδιˬα Λευκ. «Πετῶσα τ᾽ ἀποκλάδιˬα . . . θειαφίζουσα, ἀργολογοῦσα . . . νὰ μὴ χολεριάσῃ οὐδεμία παραφυλλίς, οὐδεμία κἂν ρῶγα» ΑΜωραϊτιδ. ἔνθ’ ἀν. 2) Κλάδος, βλάστημα οἷον θάμνου, τὸν ὁποῖον μεταχειρίζονται οἱ ποιμένες ἀντὶ τουλπανίου πρὸς διήθησιν τοῦ γάλακτος Χίος. β) Μεταφ. υἱός, ἀπόγονος Κρήτ.: ᾎσμ. Ξύπνα τοῦ ἔρωdα παιδί, τοῦ Χάρου ἀποκλάδι καὶ τσῆ νεράιδας γέννημα ποῦ μ’ ἔβαλες ’ς τὸν Ἅδη. 3) Πληθ., συνεκδ. οἱ μεταξοσκώληκες οἱ μετὰ τὴν κλάδωσιν τῶν ἄλλων μεταξοσκωλήκων ἀπομένοντες ἀκόμη ἐπὶ τῆς καλαμωτῆς καὶ ἀνερχόμενοι τελευταῖοι ἐπὶ τῶν κλαδίων Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA