ἀποφασίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποφασίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποφασίζω κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀποφαίζω Πελοπν. (Ἀρκαδ.) ἀποφασίζου Πελοπν. (Μάν.) Τσακων. ἀπουφασίζου βόρ. ἰδιώμ. ’ποφασίζω Κύπρ. Μέσ. ἀποφασίσκομαι Πόντ. (Οἰν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀπόφασι. Ἡ λ. καὶ παρὰ Γερμ.
Σημασιολογία
Α)Ἐνεργ. 1)Μετὰ ἢ ἄνευ ἀντικ. καὶ σπανίως μέσ., λαμβάνω ἀπόφασιν, καταλήγω εἰς τελικὴν κρίσιν κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Τί ἀποφάσισες νὰ κάμῃς; Ἀποφάσισέ το πεˬά. Ἀποφάσισε νὰ πουλήσῃ τὸ σπίτι του. Αὐτὸ εἶναι ἀποφασισμένο πεˬά. Ἀποφασίσαμε νὰ ταξιδέψωμε. Μιˬὰ ποῦ τ’ ἀποφάσισα θὰ πάω. Τὸ παιδὶ ἀποφάσισε νὰ πάῃ σ’ ἄλλο χωριˬὸ κοιν. Τότες τσ’ ὁ βασιλέας τὸ πίστεψε τσ’ αὐτὸς τσ’ ἀποφάσισε νὰ τὴ στεφανωθῇ (ἐκ παραμυθ.) Αἴγιν. Ἀποφάσ’σανα νὰ μείν’να Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Ἀποφάσισον ἀτο Χαλδ. ’Κ’ ἀποφασίζ’ νὰ στέκ’ σουμά μ’ (δὲν ἀποφασίζει νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν ὑπηρεσίαν μου) αὐτόθ. Ἀποφασίε νὰ ζάῃ μοναχά σι (ἀπεφάσισε νὰ ὑπάγῃ μόνη της) Τσακων. Ἀποφασίστηκα καὶ θὰν τὸ κάμω Πελοπν. (Κορινθ.) Ἔτσι εἶδα τὸ λοιπὸ κιˬ ἀπόειδα, ἔκαμα τὸ σταυρό μου κιˬ ἀποφασίστηκα νὰ φύγω ΓΞενόπ. Θέατρ 3,112 || ᾎσμ. ’Στὸν ἔρωτά σου στέκομαι καὶ μὲ καταδικώνει κ’ ἐγὼ τὸν ἐποφάσισα κιˬ ὁ Θεὸς νὰ μὲ γλυτώνῃ Ἰων. (Κρήν.) β)Δι’ ἀποφάσεως ὁρίζω τινὰ Γέρ. Κολοκοτρών. 1,131: Μὲ ἀποφασίζουν νὰ πάγω ’ς τὴν Τριπολιτσὰ τὸ γρηγορώτερον. Μετοχ. ἀποφασισμένος=ὡρισμένος Ἤπ.: Φει͜ασμένο εἶναι ’ς τὴ Βενετιˬά, ’ς τὴν Πόλ’ ἀγορασμένο, ἡ μάννα μ’ γιˬὰ τὴ νύφη της τό ’χει ἀποφασισμένο. γ)Ἐγκρίνω Κρήτ.: ᾎσμ. Πρώτη βολὰ ποῦ σκέφτηκε νὰ κατεβῇ ’ς τὴ Gρήτη ἐπῆγε ’ς τοῦ πατέρα του νὰ τοῦ τ’ ἀποφασίσῃ. 2)Ἀπελπίζομαι περί τινος κοιν.: Τὸν ἀποφάσισαν ἢ τὸν ἔχουν ἀποφασισμένο οἱ γιˬατροὶ (ἐπὶ βαρέως ἀσθενοῦντος). ’Κεῖνα τὰ λεφτὰ τ’ ἀποφάσισα πεˬά, δὲ θὰ τὰ πάρω πίσω κοιν. || ᾌσμ. Ἐμπαινοβγαίναν οἱ γιˬατροὶ καὶ τὴν ἀποφασίσαν Ρόδ. Τ’ εἶν’ ὁ Στουρνάρις ἄρρωστος βαρεˬὰ γιˬὰ ν’ ἀποθάνῃ καὶ τοὺς γιˬατροὺς ἐφώναξε καὶ τὸν ἀποφασίζουν Ἤπ. Ὀχτὼ γιˬατροὶ μὲ πολεμοῦν καὶ τρεῖς μοῦ παίρνουν αἷμα κ’ οἱ ἑφτὰ μ’ ἀποφασίσανε, κόρη μου, γιˬατὰ σένα Ζάκ. Δὲν ἔχω bλεˬὸ μου ἀπομονή, θάρος νὰ περιμένω, ἀφοῦ μ’ ἀποφασίσανε πῶς εἶμαι χτικιˬασμένος Κρήτ. Καὶ μέσ. ἀπελπίζομαι τελείως Κρήτ. Μῆλ. κ.ἀ.: Ἀποφασίστηκα πῶς δὲν θὰν ἤρχουσου g’ ἔφυγα κ’ ἐγὼ Κρήτ. || ᾎσμ. Ὁ καδῆς ἀποφασίστηκε, | τελείως ἀπελπίστηκε Μῆλ. Μετοχ. ἀποφασισμένος= ἀπελπισμένος σύνηθ.: Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀποφασισμένος καὶ θὰ κάμῃ κἀμμιˬὰ τρέλλα. β)Παύω νὰ ἐλπίζω ἔκ τινος, ἀδιαφορῶ διά τι Πόντ. (Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἐπεφάσισα ἀσ’ σὸν ἐαυτό μ’-ἀσ’ σὴν ζωή μ’-ἀσ’ σὴν ή μ’ Χαλδ. 3)Διακυβεύω, ριψοκινδυνεύω τι σύνηθ.: Δὲν ἀποφασίζω ἐγὼ τὴ ζωή μου ἔτσι εὔκολα. Δὲν ἀποφασίζει αὐτὸς τὰ λεφτά του, ἂν δὲν εἶναι σίγουρος πῶς θὰ πετύχῃ σύνηθ. || ᾎσμ. Στέκομαι καὶ συλλογίζω, | τὴ ζωή μου ἀποφασίζω Κρήτ. Β)Μέσ. 1)Διακινδυνεύω τὴν ζωήν μου, ἀδιαφορῶ διὰ τοὺς κινδύνους Ἄνδρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Σουδεν. Τρίκκ.)κ.ἀ.: Πᾶμε ’ς τὸ ψάρι τσ’ ἀποφασιζούμαστε (λέγουν οἱ ἁλιεῖς ἐν κακοκαιρίᾳ) Ἄνδρ. Ἀποφασίστηκα κ’ ἐτραύιξα μπρὸς Ἀρκαδ. 2)Μένω ἀτάραχος, ἀμέριμνος Μακεδ. (Καστορ.): Τί ἀποφασίστηκες ἐκεῖ; Ἀποφασισμένος ἄνθρωπος. Μετοχ. ἀποφασισμένος=ἀπηυδηκώς, κουρασμένος Κορσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA