ἀποχάνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχάνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποχάνω (Ι), ἀόρ. ἀπόχανα Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ἀπόχασα Θρᾴκ. (Αἶν.) Μέσ. ἀποχάνομοι ΠΠαπαχριστοδ. Θρᾳκ. ἠθογραφ. 4,119 ἀπουχάνουμι Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. χάνω (Ι).
Σημασιολογία
1)'Ενεργ. ἀμτβ. καὶ μέσ., μένω μὲ στόμα ἀνοικτόν, μένω ἐκστατικὸς, ἐξίσταμαι Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. Μάδυτ.): Ἀπουχάθ’κι νὰ τ’ν κοιτάζ’ Ἀδριανούπ. Οὑ δράκους θάμαξι κὶ τοὺν ἔγλιπι καλὰ καλά. -Τί ἀπόχασις νὰ μὶ γλέπ’ς; (ἐκ παραμυθ.) Αἶν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποχαϊλώνομαι 1. 2)Μέσ. περιπίπτω εἰς κωματώδη κατάστασιν, μένω ἀναίσθητος Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.)-ΠΠαπαχριστοδ. ἔνθ’ ἀν.: Οὑ ἄρρουστους ἀπουχάθ’κι Ἀδριανούπ. Τότις ἡ Καρυˬανὴ γνώρ’σι τοὺ δαχτ’λίδ’ τ’ς μητρυιᾶς τ’ς κ’ εἶπι, τοῦτου εἶνι ποῦ μὶ φαρμάκουσι, γιˬατὶ τόμ’ τό ’βανα ἀπουχάθ’κα (ἐκ παραμυθ.) Αἶν. Μιˬὰ τσεκουρεˬὰ βαρεˬὰ ἐπρόλαβε ν’ ἀφήσῃ ’πάνω της καὶ κυλίστηκε ’ς τὰ χιˬόνια ἀποχαμένος ΠΠαπαχριστοδ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA