ἀποκλαδίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκλαδίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκλαδίζω ᾽Ιόνιοι Νῆσ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. κλαδί.
Σημασιολογία
᾿Αποκόπτω, περικόπτω τοὺς ἐξέχοντας κλάδους: Παροιμ. ᾿Αποκλάδιζε, ἂν θές νὰ δεματιˬάζῃς (ὅτι ὅπως διὰ δεμάτιασμα περικόπτονται οἱ ἐξέχοντες κλάδοι, οὕτω πρὸς ἐπιτυχίαν τῆς συνδιαλλαγῆς ὀφείλει τις νὰ κάμῃ ὑποχωρήσεις τινάς).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA