ἀπόκλανον

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόκλανον

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόκλανον τό, ἀμάρτ. ᾽πόκλαν-νον Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κλάνω.

Σημασιολογία

1) Πορδή. Συνών. κλανεˬά, πορδή . 2) Μετων. ἀνάξιος λόγου, οὐτιδανὸς, ὑβριστικῶς: Φύε ᾿πουδὰ χαμαί, ρὲ ᾿πόκλαν-νον!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/