ἀποφασιστικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποφασιστικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀποφασιστικὸς ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀποφασιστικός. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
1)Ὁ δι’ οὗ κρίνεται τὸ ἀποτέλεσμα, κρίσιμος λόγ. σύνηθ.: Μάχη ἀποφασιστική. Χτύπημα ἀποφασιστικὸ. 2)Τολμηρός, θαραλέος λόγ. σύνηθ.: Ἄνθρωπος ἀποφασιστικός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA