ἀποχαρακώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχαρακώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποχαρακώνω σύνηθ. καὶ Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. χαρακώνω.
Σημασιολογία
1)Ἡμιανοίγων τὰ χείλη μειδιῶ Πόντ. (Σάντ.) 2)Περαίνω τὸ χαράκωμα, τὴν χάραξιν εὐθειῶν διὰ τοῦ κανόνος σύνηθ.: Ἀποχαράκωσα τὸ τετράδιˬο. 3)Περαίνω τὴν διὰ μαχαιριδίου ἀφαίρεσιν δακτυλίου φλοιοῦ ἐκ τοῦ κορμοῦ ἢ τῶν κληματίδων σταφιδαμπέλου Λεξ. Δημητρ.: Ἀποχαράκωσα τὴ σταφίδα. Μετοχ. οὐδ. ἀποχαρακωμένο= καχεκτικόν, φθίνον, ἐπὶ πεύκου (ἐκ τοῦ ἐπανειλημμένου χαρακώματος πρὸς ρητινοσυλλογὴν) Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA