ἀποφεγγιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποφεγγιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποφεγγιˬὰ ἡ, ΚΠασαγιάνν. ἐν ἐφημερίδι Πρωτεύουσ. 10 Ἰουν. 1921 ΓΨυχάρ. Ὄνειρ. Γιαννίρ. 439-Λεξ. Δημητρ. ἀπουφιγγιˬὰ Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπόφεγγο.

Σημασιολογία

1)Ἀμυδρὸν φῶς Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.-Λεξ. Δημητρ.: Ἀπ’ ν ἀπουφιγγιˬὰ τ’ν ἀστιριˬῶνι γλέπ’νι κἀμπόσ’ κὶ πιρπατᾶνι Αἰτωλ. Πβ. ἀπόφεγγο. 2)Ἀντανάκλασις τοῦ φωτὸς Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.-ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν.: ’Ρχόταν ἀπουφιγγιˬὰ ἀπ’ τ’ γούρνα κὶ ἴγλιπα κὶ πιρπάταγα Αἰτωλ. Ἀχνογάλαζες ἀποφεγγιˬὲς τῆς ἀκύμαντης θάλασσας ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀντιφεγγιˬά, ἀντιφεγγίδα 1, ἀντιφέγγισμα. 3)Ἀκτινοβολία πνεύματος ΓΨυχάρ. Ὄνειρ. Γιαννίρ. 439: Κάθε λόγος ποῦ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ στόμα της τὸ τριανταφυλλὶ ἔμοι͜αζε σὰ νὰ εἶναι γλυκει͜ὰ τοῦ νοῦ της ἀποφεγγιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/