ἀπόκλεισι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόκλεισι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπόκλεισι ἡ, Νάξ. (’Απύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποκλείω.

Σημασιολογία

Λύπη, θλῖψις (θὰ ἐσήμαινεν ἡ λ. τὸ πρῶτον τὸν ἑκούσιον ἀποκλεισμὸν καὶ τὴν παῦσιν τῆς πρὸς ἄλλους ἐπικοινωνίας ἕνεκα μεγάλης λύπης): Μιˬὰν ἀπόκλεισι ποῦ τὴν ἔχει! ἡ λύπη τρέχει ἀπουπάνου dου. Συνών. ἀποκλεισμὸς 1β.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/