ἀπόφελλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόφελλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπόφελλο τό, Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Χίος-Κορ. Ἄτ. 1,79
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. φελλί. Ἡ λ. καὶ παρὰ Γερμ.
Σημασιολογία
Τὸ ὑπόλειμμα τοῦ τρωγομένου τεμαχίου ἄρτου ἔνθ’ ἀν.: Ρῖξε τ’ ἀπόφελλο τοῦ σκύλλου Χίος Δὲν εἶμ’ ἐὼ ’ιˬὰ νὰ πάω νὰ παραστέκω πούδετα νὰ τρώ ἀπόφελλα Ἀπύρανθ. Συνών. ἀπόκομμα 1β, ἀποκομματεˬὰ 2. Πβ. ἀποφάει.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA