ἀποφεύγω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποφεύγω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποφεύγω λόγ. κοιν. ἀπουφεύγου βόρ. ἰδιώμ. ἀποφεύω Πόντ. ἀποφέγω Πελοπν. (Λάκων.) ἀποφύου Τσακων. ’ποφεύγω Ἰων. (Ἀλάτσατ.) ’ποφεύγου Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) ’πουφέου Εὔβ. (Σρόπον.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀποφεύγω.
Σημασιολογία
1)᾿Εκφεύγω, ἐκκλίνω, ἀπέχω ἀπό τινος λόγ. κοιν. καὶ Πόντ: Ἀποφεύγω τὸν κακὸν ἄνθρωπο-τὰ ἔξοδα-τὴ δουλε͜ιὰ-τὸν κόπο κττ. Ἀποφεύγω νὰ φάγω πολύ, γιˬατὶ ὑποφέρω ἀπὸ τὸ στομάχι μου λόγ. κοιν. Δὲν μποροῦμε ν’ ἀποφύωμεν ἀπὸ ’φτὴ τὴ δουλει͜ὰ Κίμωλ. Εἶδα πῶς αὐτὴ λοξοδρομοῦσε, σὰν νά ’θελε νὰ τὸν ἀποφύγῃ ΔΒουτυρ. Ἐπανάστ. ζῴων 76 || Φρ. Ἀποφεύ’ με (μόριον τοῦ φαγητοῦ ἢ ποτοῦ ἐκκλίνει πρὸς τὸν λάρυγγά μου καθ’ ἣν ὥραν καταπίνω καὶ προκαλεῖ βῆχα Πόντ. Πβ. φρ. ἀποστέκ’ με). Ἐπέφυεν ἀτον (τοῦ ξέφυγεν ἐνν. ἡ πορδὴ) Πόντ. || Παροιμ. Ἀπ’ τὸν ἴσιˬο δρόμο μὴν ’ποφεύγῃς (ἔσο πάντοτε εὐθὺς) Ἰων. (Ἀλάτσατ.) Τὸ ἀλληλοπαθὲς ἀποφεύγονται=ἀποφεύγουσιν ἀλλήλους, ἀποφεύγει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον λόγ. σύνηθ. Συνών. ἀποδιˬώχνω 2. 2)Παραιτοῦμαι δικαιώματός μου Εὔβ. (Κονίστρ. Στρόπον. κ.ἀ.): Τί θέλεις νὰ σοῦ δώσου νὰ ’πουφύῃς; Νὰ ’πουφύῃς ἀπουκεῖ, τοὺ καλὸ ποῦ σοῦ θέλου Στρόπον. Ὅ,τι τσαὶ νὰ μοῦ δώσῃς δὲν ’ποφεύγου ’πὸ τὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου, τὴν ἀγκουνή μου τὴνε θέλου Κονίστρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA