ἀποφιτίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποφιτίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποφιτίζω ἀμάρτ. ’ποφιτίζω Κύπρ. ’ποφιτῶ Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. ἀποπτίσσω=ἀφαιρῶ τὸν φλοιὸν κριθῆς, βρόμης κττ. ᾿Ιδ. ΔΟἰκονομίδ. ἐν Ἀθηνᾷ. 29 (1917) Λεξικογρ. Ἀρχ. 63 κἑξ.
Σημασιολογία
Διὰ φυσήματος ἀπομακρύνω τὰ μικρότατα σκύβαλα τοῦ σίτου κττ. κατὰ τὸ κοσκίνισμα: Πάαιν-νε φέρ’ μου τὴν ταμπουτὰν νὰ ’ποφιτίσω τὴν λουβάναν (ταμπουτὰ=εἶδος κοσκίνου, λουβάνα=εἶδος ὀσπρίου). Τὸ σιτάριν ἔν’ ’ποφιτημένον τ’ ἔπαρ’ το ’ς τὸν μύλον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA